- αουβριετία
- (aubrietia). Γένος πολυετών, αειφύλλων, φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου. Όλα τα είδη καλύπτονται από τρίχες και οι βλαστοί τους δεν είναι όρθιοι, αλλά ακουμπούν στο έδαφος. Έχουν άνθη κόκκινα, γαλάζια, πιο σπάνια λευκά και σχηματίζουν βοτρυοειδείς ταξιανθίες. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μοσχεύματα. Ευδοκιμούν σε ξηρά, άγονα, πετρώδη και ορεινά εδάφη. Από τα περίπου δέκα είδη του γένους, τα πέντε ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα είδη αυτά, που αναφέρονται με την επιστημονική ονομασία τους, είναι: α. η δελτοειδής. Έχει κόκκινα, ιόχροα και σπανιότερα γαλάζια άνθη. Είναι κοινό είδος σε όλη την Ελλάδα και καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό με διάφορες ποικιλίες, ανάλογα με το χρώμα και το μέγεθος των λουλουδιών. α. η διάμεσος. Φυτό με κόκκινα άνθη. Φυτρώνει σε βραχώδεις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Εύβοιας. α. η ερυθρωπή. Φυτό με πολλές και πυκνές διακλαδώσεις, χνουδωτά και σταχτιά φύλλα και λευκά άνθη. Φυτρώνει σε βραχώδεις τοποθεσίες του Αγίου Όρους. α. η θεσσαλική. Φυτρώνει στην αλπική ζώνη της Βόρειας Ελλάδας και έχει άνθη κόκκινα. α. η χαρίης. Φυτρώνει σε βράχους της υποαλπικής ζώνης της Βόρειας Ελλάδας. Τα άνθη έχουν ιώδες χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.